
Το δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση πελατείας στον διανομέα λόγω πρόωρης και καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης από τον προμηθευτή – αποζημίωση ίση με τον μέσο ετήσιο όρο των κερδών που αποκόμισε ο διανομέας κατά την περίοδο της σύμβασης.
Σύμφωνα με την απόφαση, μεταξύ των διατάξεων του π.δ. 219/1991, που αναλογικά εφαρμόζονται στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής είναι και οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 9, σύμφωνα με τις οποίες ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση, εάν κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, εφόσον, με βάση όλες τις περιστάσεις και ιδιαίτερα τις προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος από τις υποθέσεις με τους ίδιους πελάτες, παρίσταται ως δίκαιη η καταβολή της αποζημίωσης, η οποία κατά ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης, που προσομοιάζει με την αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος με στοιχεία παράλληλα και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η αξίωση αυτή γεννιέται όταν συντρέξουν σωρευτικά όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί με τη σχετική αγωγή του και να αποδείξει ο εμπορικός αντιπρόσωπος, δηλαδή απαιτείται α) η εισφορά νέων πελατών ή η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, β) η διατήρηση και μετά την λύση της σύμβασης ουσιαστικών ωφελειών για τον αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και γ) η καταβολή της αποζημίωσης να είναι δίκαιη με βάση όλες τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Ως εισφορά νέων πελατών, νοείται η προσέλκυση από τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου ή αναλόγως διανομέα νέων πελατών, δηλαδή πελατών που δεν υπήρχαν προηγουμένως, ως σημαντική δε προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες νοείται η ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών μ’ αυτούς. Αντίστοιχα διατήρηση των ουσιαστικών ωφελειών για τον παραγωγό από υποθέσεις με τους νέους ή παλαιούς πελάτες του διανομέα υπάρχει όταν επιβιώνουν τυχόν διαρκείς συμβάσεις, που είχε καταρτίσει με τρίτους ο διανομέας, ή όταν από την εκμετάλλευση του γνωστού στον παραγωγό πελατολογίου του προηγούμενου διανομέα, υπάρχει, για την ίδια περιοχή, εν δυνάμει πελατεία με την προοπτική κέρδους γι’ αυτόν, έστω και αν τα συμβατικά προϊόντα είναι επώνυμα και συνεπώς γνωστά στο καταναλωτικό κοινό, λόγω και των διαφημιστικών ενεργειών του παραγωγού, πολύ δε περισσότερο όταν τα συμβατικά προϊόντα έγιναν γνωστά λόγω των διαφημιστικών ενεργειών του διανομέα. Κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης πελατείας συνιστούν το μέγεθος της πελατείας που παραμένει στον παραγωγό μετά τη λύση της σύμβασης αποκλειστικής διανομής, η αντίστοιχη ωφέλειά του και η δημιουργία κέρδους για τον διανομέα, αν συνεχιζόταν η σύμβαση, η σχετική δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της δίκαιης αποζημίωσης πελατείας ανήκει στη διακριτική ευχέρειά του και δεν ελέγχεται αναιρετικά, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, οπότε και δεν νοείται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου. Σύμφωνα με την § 1 εδ. γ΄ του π.δ. 219/1991, η χορήγηση αποζημίωσης πελατείας δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει σώρευση των αξιώσεων του εμπορικού αντιπροσώπου (ή του διανομέα) για αποζημίωση πελατείας και για αποζημίωση του κοινού δικαίου, καθώς οι δύο αυτές αξιώσεις δεν ταυτίζονται ούτε ως προς το περιεχόμενό τους ούτε ως προς τον οικονομικό σκοπό στον οποίο αποβλέπουν. Η αποζημίωση πελατείας έχει χαρακτήρα αμοιβής, ενώ η αποζημίωση του κοινού δικαίου επιτελεί αποκαταστατική λειτουργία, καλύπτοντας κάθε ζημία, την οποία υπέστη ο εμπορικός αντιπρόσωπος λόγω παράνομης συμπεριφοράς του αντισυμβαλλομένου του.