
Μετά την λήξη προστασίας της πρώτης κατοικίας με το ν. 3869/2010 και ακολούθως με το ν. 4605/2019 (31.07.2020), το βασικό νομοθέτημα για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών. Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται προφανής η ανάγκη να αναδειχθεί η υποχρέωση των τραπεζών να τηρήσουν τις διατάξεις του και να διασφαλίσουν τη σύννομη και συνεπή αντιμετώπιση των δανειοληπτών σε κάθε στάδιο της διαδικασίας αυτής.
Ειδικότερα, ο «Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών» εκδόθηκε δυνάμει της εξουσιοδότησης του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 4224/2013 με την υπ’ αριθ. 116/1/25.08.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΠΑΘ) και αναθεωρήθηκε με την υπ’ αριθ. 195/1/29.07.2016 απόφαση της ΕΠΑΘ. Περιλαμβάνει γενικές αρχές συμπεριφοράς, κανόνες, διαδικασίες και βέλτιστες πρακτικές, που απευθύνονται τόσο στις τράπεζες όσο και τους δανειολήπτες.
Η διαδικασία επίλυσης καθυστερήσεων (ΔΕΚ) στο πλαίσιο της διαδικασίας του Κώδικα Δεοντολογίας αποτελεί την πιο σημαντική διαδικασία διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων οφειλών, καθώς αφορά όλους τους δανειολήπτες, ανεξάρτητα από γενικά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και παρέχει εξατομικευμένες λύσεις ανά οφειλέτη. Η μη τήρηση του Κώδικα από την πλευρά των τραπεζών και ο πλημμελής έλεγχος της Τράπεζας της Ελλάδος έχουν δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας περιέχει γενικές αρχές χωρίς εξαναγκαστό χαρακτήρα. Στην ελληνική έννομη τάξη υποστηρίζεται η άποψη ότι είναι ένα κείμενο «ηπίου δικαίου» (soft law), ενώ η μάλλον επικρατούσα στη νομολογία άποψη δέχεται ότι η παραβίαση των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας δεν επιφέρει έννομες συνέπειες ιδιωτικού δικαίου παρά μόνο έμμεσα ως εξειδίκευση της ΑΚ 281. Η αντίθετη (και ορθότερη) άποψη υποστηρίζει ότι πρόκειται για πλήρως δεσμευτικό κανόνα δικαίου, καθώς περιέχεται σε ουσιαστικό νόμο, δηλαδή κανονιστική πράξη της διοίκησης που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος (η απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος είναι κανονιστική πράξη της διοίκησης που εκδόθηκε δυνάμει εξουσιοδότησης που περιέχεται στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4224/2013).
Η ως άνω συζήτηση για τη νομική φύση του Κώδικα Δεοντολογίας έχει μεγάλη πρακτική σημασία, καθώς συνδέεται με τις συνέπειες παραβίασης των διατάξεων του Κώδικα. Κατά τη νομολογία, η παραβίαση των κανόνων της ΔΕΚ παρέχει ένα τεκμήριο καταχρηστικότητας της καταγγελίας και αποτελεί ένα μόνο στοιχείο που σταθμίζει το δικαστήριο για τη διάγνωση της παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, ενώ, σύμφωνα με την αντίθετη (μη κρατούσα) άποψη, η καταγγελία της σύμβασης, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι κανόνες της ΔΕΚ, είναι άκυρη κατ’ άρθρο ΑΚ 174.
Τρεις είναι οι βασικές έννοιες κατά τον Κώδικα Δεοντολογίας: Συνεργάσιμος Δανειολήπτης, Εύλογες Δαπάνες και Κατάλληλη Ρύθμιση. Η πρώτη καθορίζει υποχρεώσεις για τον δανειολήπτη, ενώ οι άλλες δύο διαμορφώνουν το πλαίσιο των υποχρεώσεων της τράπεζας στη διαμόρφωση μίας βιώσιμης λύσης. Ο υπολογισμός των εύλογων δαπανών διαβίωσης και η σύνδεσή του με τον ΚΔΤ υποχρεώνει την τράπεζα να προσδιορίσει ρύθμιση, η οποία θα είναι προσαρμοσμένη στο προφίλ των ευλόγων δαπανών του οφειλέτη. Συνεπώς, η διευθέτηση της οφειλής πρέπει να γίνει με τρόπο βιώσιμο όχι μόνο ως προς την τράπεζα (σε σχέση με τις εποπτικές της δεσμεύσεις) αλλά και ως προς τον οφειλέτη (σε σχέση με τις εύλογες δαπάνες διαβίωσής του). Αρμόδιο όργανο για τον προσδιορισμό των εύλογων δαπανών είναι το Κ.Σ.Δ.Ι.Χ. με βάση τα ετήσια στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί η πράξη προσδιορισμού που προβλέπει ο νόμος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει σημείο αναφοράς για τον πολίτη στις διαπραγματεύσεις του με τα πιστωτικά ιδρύματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, έχει γίνει υπολογισμός των εύλογων δαπανών διαβίωσης από εμπειρογνώμονες του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης & του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος στηρίχθηκε στα στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) που διενεργείται κάθε χρόνο από την ΕΛΣΤΑΤ. Τα ποσά λοιπόν των ευλόγων δαπανών διαβίωσης εκτείνονται από 6.448 ευρώ κάλυψης βασικών ετήσιων αναγκών για έναν άγαμο ενήλικα, έως 27.361 ευρώ κάλυψης και των τεσσάρων ομάδων αναγκών για δύο ενήλικες με 4 τέκνα.
Τέλος, εάν τα μέρη εξαντλήσουν τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας, περιλαμβανομένης της διαδικασίας ενστάσεων, χωρίς να συμφωνήσουν τελικώς σε κοινά αποδεκτή λύση, αρμόδια είναι τα δικαστήρια, χωρίς να αποκλείεται το δικαίωμα του δανειολήπτη να ζητήσει τη διαμεσολάβηση του Συνηγόρου του Καταναλωτή, όπως προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013.