Αγωγή ιδιώτη κατά ΟΤΑ για καταβολή τιμήματος από τιμολόγια πώλησης και παροχής υπηρεσιών - Αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια - Νόμιμη η αγωγή που θεμελιώνεται στις διατάξεις αδικαιολόγητου πλουτισμού όταν οι καταρτισθείσες συμβάσεις είναι άκυρες λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου και μη διενέργειας διαγωνισμού
Σύμφωνα με την απόφαση, κατά το άρθρο 158 ΑΚ, η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνον όπου ο νόμος το ορίζει, κατά δε την § 1 του άρθρου 159 ΑΚ, δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη. Περαιτέρω, στο άρθρο 41 του ν.δ. 496/1974 «περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.», ορίζεται ότι: «πάσα σύμβασις διά λογαριασμόν του ν.π. έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δρχ. ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσόν τούτο δύναται να αυξομειούται δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής, δύναται να γίνουν και δι’ ιδιαιτέρων εγγράφων. Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως». Το παραπάνω ποσό των 10.000 δρχ. αυξήθηκε από 9-7-1992 σε 150.000 δρχ. με την υπ’ αριθ. 2054839/452/0026/3/9-7-1992 Υπουργική απόφαση και σε 2.500 ευρώ από 7-8-2002 με την υπ’ αριθ. 2/42053/0094/7-8-2002 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι, κάθε σύμβαση που καταρτίζεται από ν.π.δ.δ. και έχει το ως άνω αντικείμενο, υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, απαιτούμενο από το νόμο, χωρίς τήρηση του οποίου η δικαιοπραξία είναι άκυρη. Η ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, τόσο για την αρχική σύμβαση όσο και για την τυχόν τροποποίησή της, είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, η με την τελευταία παράγραφο του παραπάνω άρθρου 41 νδ. 496/74 διαλαμβανόμενη περίπτωση άρσης της ακυρότητας από την μη τήρηση του τύπου της έγγραφης αποδοχής, με την εκπλήρωση της σύμβασης, αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου αυτού, κατά την οποία «Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι’ ιδιαιτέρων εγγράφων». Δηλαδή, η παραπάνω ακυρότητα από τη μη τήρηση του τύπου, καλύπτεται, σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, εφόσον όμως είχε προηγηθεί έγγραφη πρόταση για την κατάρτισή της, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου τύπος για την πρόταση, η οποία επειδή είναι μονομερής και απευθυντέα σε τρίτον δήλωση βούλησης και αποτελεί ουσιώδες κατά το άρθρο 192 ΑΚ στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη, οπότε δεν καταρτίζεται σύμβαση, αφού δεν νοείται αποδοχή χωρίς πρόταση. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ακυρότητας της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στηριζόμενες στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ειδικότερα στο άρθρο 904 ΑΚ. Την ακυρότητα δε από την έλλειψη του τύπου μπορεί να προτείνει και αυτός που ενώ γνώριζε ότι απαιτείται τύπος, προέβη στη σύναψη παράτυπης σύμβασης, αλλά και το Δικαστήριο λαμβάνει αυτήν υπόψη αυτεπάγγελτα κατά τα άνω, γιατί οι διατάξεις περί τύπου είναι δημόσιας τάξης.