Το δικαστήριο επιδίκασε στον διανομέα χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του προμηθευτή λόγω καταχρηστικότητας της καταγγελίας και μείωσης της εμπορικής πίστης και φήμης του διανομέα
Σύμφωνα με την απόφαση, η άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος της καταγγελίας της διαρκούς συμβάσεως αποκλειστικής διανομής υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ και επομένως, αν το δικαίωμα αυτό ασκείται κατά προφανή υπέρβαση των διαγραφομένων από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος ορίων, συνιστά αντικειμενικά παράνομη πράξη, οπότε, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, γεννάται αξίωση προς αποζημίωση από αδικοπραξία. Η ίδια υποχρέωση προς αποζημίωση γεννάται και κατά το άρθρο 919 ΑΚ, αν η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας αντίκειται στα χρηστά ήθη και ο υπόχρεος ενήργησε από πρόθεση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο, να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση, ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Ακόμη, απαιτείται η πράξη του δικαιούχου και η δημιουργηθείσα απ’ αυτόν κατάσταση, επαγόμενη ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του (δικαιούχου). Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή τις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής και επαγγελματικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής η από τον εντολέα καταγγελία της σύμβασης και η ανάθεση σε άλλον της ίδιας επιχειρηματικής δραστηριότητας με αυτή του διανομέα μπορεί να συνιστά παράβαση της προαναφερθείσας διάταξης (ΑΚ 919), εφόσον γίνεται με δόλιες μεθοδεύσεις και πράξεις αθέμιτες, αντίθετες προς τα χρηστά ήθη, με σκοπό το σφετερισμό της ξένης πελατείας και εκμεταλλεύσεως της ξένης φήμης, του μόχθου και των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο διανομέας για την καθιέρωση των προϊόντων που αντιπροσωπεύει στην αγορά. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361, 914, 919 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η καταγγελία μιας σύμβασης που αποτελεί συγχρόνως και αδικοπραξία παρέχει στον αντισυμβαλλόμενο του καταγγέλλοντος το δικαίωμα να αξιώσει όχι μόνο την καταβολή αποζημίωσης αλλά και χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της καταγγελίας υπέστη παράνομη προσβολή στο όνομα, την πίστη, τη φήμη, το επάγγελμα, το μέλλον του.